αψηφισιά — η αδιαφορία μπροστά στον κίνδυνο, αμεριμνησία: Την αψηφισιά του δεν την έχω ξαναδεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αψηφισιά — η [αψήφιστος] αδιαφορία, περιφρόνηση … Dictionary of Greek